явствовать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

явствовать - translation to Αγγλικά


явствовать      
v.
appear, follow, be clear, be obvious
as is evident from ...      
как явствует из ...
it appears from this      
из этого явствует

Ορισμός

явствовать
'ЯВСТВОВАТЬ, 1 и 2 ·л. неупотр., явствует, ·несовер. (·книж., ·канц. ). Следовать, неизбежно вытекать из чего-нибудь. Из дела явствует следующее.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για явствовать
1. Должник вправе при исполнении обязательства потребовать доказательств того, что исполнение принимается самим кредитором или управомоченным им на это лицом и несет риск последствий непредъявления такого требования (ст. 312 ГК). В силу статьи 182 ГК полномочия представителя могут возникать на основании доверенности, указания закона либо акта уполномоченного на то государственного органа или органа местного самоуправления, а также могут явствовать из обстановки, в которой действует представитель.
Μετάφραση του &#39явствовать&#39 σε Αγγλικά